συμμοριτοπόλεμος

συμμοριτοπόλεμος
ο, Ν
πόλεμος μεταξύ ή εναντίον συμμοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + πόλεμος (πρβλ. ανταρτο-πόλεμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Communist Party of Greece — Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Kommounistikó Kómma Elládas Communist Party of Greece Leader …   Wikipedia

  • Greek Civil War — For the civil wars during the Greek War of Independence, see Greek civil wars of 1824–1825. Greek Civil War Part of the Cold War Map of Balkans should be current Date March 1946–October 1949 …   Wikipedia

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”